- σκωπίας
- ὁ, Ασκώπευμα*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός + κατάλ. -ίας (πρβλ. πλασματ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκωπίας — σκωπίᾱς , σκωπίας masc acc pl σκωπίᾱς , σκωπίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)